Αλέξανδρος Ψυχούλης 

«Σαπίζοντας σε μαλακές εντυπώσεις»
(χωρίς επιμέλεια)

  home


Ο Α. (καλλιτέχνης) δανείζεται αντικείμενα από τον Κ. (αντικέρ) για να δομήσει μια εικαστική αφήγηση μετά από πρόσκληση του Σ. (γκαλερίστα) ενώ 
παράλληλα καλεί τον Ψ. (καλλιτέχνη)- εμένα δηλαδή - να επιμεληθώ αυτή την αφήγηση. «Δεν νομίζω πως χρειάζεσαι κάποιον επιμελητή για την έκθεσή 
σου», του λέω καθώς πίνουμε τσάι στο σπίτι του (εργαστήριο) στην άκρη της πόλης. «Έτσι νομίζω κι εγώ», απαντάει χωρίς να δείχνει διατεθειμένος 
όμως να αποσύρει την πρόταση περί επιμέλειας. 

«Ωραία», λέω, ανακουφισμένος θεωρώντας πως η απάντησή του μου αφήνει το περιθώριο να ελπίζω ότι θα γλιτώσω ακόμα μια ευθύνη σ’ αυτή τη ζωή.

Το σπίτι (εργαστήριο), είναι διάσπαρτο από τεφροδόχους, καλοσχεδιασμένες κεραμικές θήκες για τα απομεινάρια της καύσης ανθρώπων που θα αφήσουν 
τα εγκόσμια με την επιθυμία να αποτεφρωθούν. Ο Α. (καλλιτέχνης) πιστεύει πως αυτό είναι μια ωραία βιοποριστική ιδέα. Συμφωνώ, προσθέτοντας πως 
το εκλεπτυσμένο του γούστο έχει πολλά να προσφέρει στην μορφολογική εξέλιξη αυτών των σημαντικών σταχτοδοχείων. Μου προτείνει να με αποζημιώσει  
με μια τεφροδόχο για την επιμέλεια που δεν πρόκειται να κάνω. Τον ευχαριστώ αλλά τον ενημερώνω πως δεν θα ήθελα να καώ όταν έρθει η ώρα. Πως  
θα προτιμούσα να λιώσω σε λίγο χώμα, να μείνουν μόνο κόκκαλα που θα ξεθάψει κάποτε ένας σκύλος για να τροχίσει τα δόντια του. Θα ήμουν πολύ  
ευχαριστημένος αν ήξερα πως η ύπαρξή μου εν τέλει χρησίμευσε σε κάτι. Η συζήτηση κυλάει πολύ ωραία.           

Μεσολαβεί σχεδόν ένας μήνας από την πρώτη συνάντηση. Τον πετυχαίνω να σαπουνίζει την κίτρινη μοτοσυκλέτα του. Αφήνει το πλύσιμο στη μέση.  
Η αυλή του σπιτιού (εργαστηρίου) είναι γεμάτη υπέροχα γύψινα καλούπια. Είναι προφανές ότι η δουλειά έχει προχωρήσει. Γι αυτό άλλωστε με κάλεσε  
εσπευσμένα. Πρέπει να παρακολουθώ την εξέλιξη της έκθεσης που δεν πρόκειται να επιμεληθώ. 

Μου δείχνει τις βιτρίνες με τα κομψοτεχνήματα. Τις πορσελάνινες μεγεθύνσεις των μικρών κοσμημάτων που διάλεξε από τη συλλογή του Κ. (αντικέρ).
Τις ανθρώπινες φιγούρες που σβήνει με μπλάνκο από τη φωτογραφία ενός κινέζικου σκεύους. Δεν τον πιάνω. Κάνω άσχετες ερωτήσεις για να κερδίσω χρόνο. 
Πόσο κοστίζει ο γύψος οδοντοτεχνίας, αν πειράζει που η σαπουνάδα έχει μείνει πάνω στη μηχανή.

Μου δίνει να διαβάσω ένα κείμενο που περιγράφει τι ακριβώς έχει κάνει. Μιλάει για ανθρώπους αναφέροντάς τους μόνο με ένα αρχικό γράμμα και την  
ιδιότητά τους. Ο Α., ο Κ., ο Ζ. Σαν το γράμμα που καθορίζει ένα σημείο από το οποίο αρχίζει μια ευθεία. Η ευθεία είναι η ιδιότητά τους (οδοκαθαριστής,  
ασφαλιστής, δημοδιδάσκαλος, κλπ). Το βλέμμα μου σκαλώνει συνεχώς σε κάποια τεφροδόχο από αυτές που βρίσκονται διάσπαρτες στο σπίτι (εργαστήριο).  
Με κυριεύει η πίστη ότι ο Α. (καλλιτέχνης) θα έκανε υπέροχες τεφροδόχους ακόμα κι αν ήξερε πως δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε μία. Σκέφτομαι πως οι  
ευθείες αυτές κάποτε θα τελειώσουν σε ένα άλλο σημείο που ακόμα δεν έχει οριστεί. Αναρωτιέμαι τι είδους απώλεια τον ταλανίζει αλλά δεν διατυπώνω  
ποτέ την ερώτηση. Δεν είμαι ο ψυχαναλυτής. 

Υιοθετώ την αναφορά σε ανθρώπους με γράμμα και ιδιότητα γιατί έχει πλάκα. 

Ο Α. (καλλιτέχνης) είναι ψιλοκουμπωμένο άτομο. Ευγενής, αποστασιοποιημένα κοινωνικός, μετρημένος και αναπάντεχα αυτοσαρκαστικός ανά διαστήματα.  
Ψάχνω την είσοδο σ’ αυτόν τον αφηγηματικό κόσμο που μου παρουσιάζει και που φαίνεται πως τον έχει ενθουσιάσει. Ξαναθυμάμαι πως δεν υπάρχουν τέτοια 
περάσματα παρά μόνο έξοδοι από το δικό μου αυτιστικό πύργο ελέγχου. Λειτουργώ.
  
Τα πράγματα δεν μπαίνουν σε μια σειρά· υπάρχει μια ποικιλία δυνατοτήτων. Ο Α. (καλλιτέχνης) στήνει ένα ιδιότυπο μουσείο. Τα αντικείμενα του Κ. (αντικέρ) 
θα υποστούν μια δραστική επιμέλεια. Ο Α. (καλλιτέχνης) με θέρμη απουσιολόγου αυθαιρετεί ανενδοίαστα στον αντίποδα της ενοχικής αυθαιρεσίας ενός Μουσειολόγου. 
Μέσα στα φορτισμένα εκθέματα του μουσείου διασπείρει λέξεις που έμειναν όταν οι φράσεις των επιστημονικών λεξικών διαλύθηκαν. Αυθαιρετεί συστηματικά, 
αυθαιρετεί μεθοδικά, αυθαιρετεί ιδιοσυγκρασιακά, γιατί ξέρει καλά πως μόνο αυθαιρετώντας δημιουργείς μια τάξη που κάνει υποφερτή την βεβαιότητα ότι «τίποτα 
δεν τακτοποιείται οριστικά».       

Όταν ο Α. (καλλιτέχνης) στέκεται εκστασιασμένος μπροστά σε ένα αντικείμενο του παρελθόντος, γνωρίζει πως εκτός των άλλων χαρακτηριστικών η γοητεία  
του αντικειμένου οφείλεται στο ιδανικό του μέγεθος. Επίσης ο Α. (καλλιτέχνης) πιστεύει ακόμα στους ανθρώπους. Σαν παίχτης όμως ενός παιχνιδιού που  
παιχνιδιάρηδες ερευνητές έχουν επινοήσει και που θα μπορούσαμε να του δώσουμε τον τίτλο «τι θα συνέβαινε εάν», επιτίθεται σ’ αυτόπου πιστεύει χωρίς  
τεκμήρια. Αλλάζει το μέγεθος, εξαφανίζει τον άνθρωπο, και τότε μέσω της απουσίας του το αλλαγμένο, το εξαφανισμένο, επιστρέφει με ανυπόφορη δύναμη.  
Η απώλεια μεγεθύνει, η μεγέθυνση επαναπροσδιορίζει, το επαναπροσδιορισμένο είναι το νέο που ήρθε απ’ το παρελθόν.           

Το αφήγημα που με την πρώτη ματιά μου φάνηκε αναίμακτο, αρχίζει να μοιάζει σπαραχτικό. Οι αραδιασμένοι τεφροδόχοι στα πόδια μου, προορισμένοι να  
φιλοξενήσουν τ’ αποκαΐδια ενός σώματος, η μπλάνκο ευθανασία των ανθρώπινων μορφών, τα απολιθώματα μέσα στις αντίκες, η επανάχρηση λέξεων που  
δίνουν νέο νόημα στα αντικείμενα του παρελθόντος, το up-cycling αυτού που μένει. 

Ο Α. (καλλιτέχνης) φτιάχνει ένα αφήγημα για τα ιζήματα της ανθρωπότητας και τη δυναμική τους, αλλά το κάνει ταπεινά, όπως πλένει την κίτρινη μηχανή του, 
ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, στην αυλή του σπιτιού (εργαστηρίου), στην άκρη της πόλης.